μετακόπτω

Revision as of 04:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

stamp, coin anew, Polyaen.6.9.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 148] umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μετακόπτω: μέλλ. -ψω, κόπτω ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.

Greek Monolingual

μετακόπτω (Α)
(σχετικά με νόμισμα) κόβω εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό χάραγμα.