μύζουρις
English (LSJ)
ἡ, (οὐρά) = fellatrix, headmouth, cocksucker, blowjober, blower, sperm hoover Com.Adesp.1352.
Greek Monolingual
μύζουρις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
(κωμική λ.) πόρνη που πιπιλίζει την «ουρά», το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυζ- του μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» + οὐρά.
Greek (Liddell-Scott)
μυζουρίς: -ίδος, ἡ, (οὐρὰ) λέξις αἰσχρά, = πόρνη, Λατ. fellatrix, Κωμ. Ἀνώμ. 106.