νηπελέω

Revision as of 05:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

to be powerless, Hp. ap. Gal.19.124: hence restored in Id.Mul.2.113; cf. κακηπελέων, εὐηπελής.

Greek (Liddell-Scott)

νηπελέω: ἀδύνατός εἰμι, ἀδυνατῶ, Ἱππ. παρὰ Γαλην. 530· πρβλ. κακηπελέω, εὐηπελής.

Greek Monolingual

νηπελέω (Α)
είμαι αδύνατος, αδυνατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἄπελος, τ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων].

Frisk Etymological English

Meaning: be powerless
See also: s. ὀλιγηπελέων.

Frisk Etymology German

νηπελέω: {nēpeléō}
Meaning: machtlos sein
See also: s. ὀλιγηπελέων.
Page 2,315