κακηπελέων

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκηπελέων Medium diacritics: κακηπελέων Low diacritics: κακηπελέων Capitals: ΚΑΚΗΠΕΛΕΩΝ
Transliteration A: kakēpeléōn Transliteration B: kakēpeleōn Transliteration C: kakipeleon Beta Code: kakhpele/wn

English (LSJ)

in evil plight, Ep. part., formed after Homer's ὀλιγηπελέων (q.v.), Nic.Th.878, Al.93.

German (Pape)

[Seite 1298] (πέλομαι), übel daran seiend, sich schlecht befindend, krank, von Nic. Th. 878 Al. 93 dem homerischen ὀλιγηπελέων nachgebildet.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηπελέων: ὁ κακῶς ἔχων, ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, Ἐπικ. μετοχ. σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν ὀλιγηπελέων, Νικ. Θηρ. 878, Ἀλεξιφ. 93.

Greek Monolingual

κακηπελέων, -ουσα (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, ο ασθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακηπελέων < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» και είναι επική μτχ. που σχηματίστηκε κατά το ὀλιγηπελέων. Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων].