ξενόφωνος

Revision as of 05:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, speaking or sounding strange, rejected by Poll.2.113.

German (Pape)

[Seite 278] fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν ξένως ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].