ἐκθλιβή

Revision as of 05:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, oppression, LXX Mi.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθλιβή: ἡ, κατάθλιψις, Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 2).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
opresión, compresión τῶν πόρων Ps.Caes.76.4
opresión, tribulación, acoso τὸν πλησίον ... ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ LXX Mi.7.2, en la batalla, argumen.Il. en PMich.inv.920.24 en ZPE 56.1984.5.

Greek Monolingual

η (AM ἐκθλιβή)
νεοελλ.
η έκθλιψη, η αφαίρεση του χυμού με συμπίεσηεκθλιβή σταφυλιών, τεύτλων κ.λπ.»)
αρχ.
κατάθλιψη, στενοχώρια.