ἐλαιακόνη

Revision as of 06:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, whetstone used with oil, Paul.Aeg.7.3 (s.v. λίθοι).

German (Pape)

[Seite 788] ἡ, Oelwetzstein, auf dem man Oel zum Schleifen braucht, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιᾰκόνη: ἡ, ἀκόνη ἐν ᾗ ἀκονῶσι δι’ ἐλαίου, κοινῶς «λαδάκονον», Λατ. cos olearia, ἀντίθετον τῷ cos aquaria, «νεράκονον»˙ τῆς ἐλαιακόνης τὸ ἀπότριμμα Παῦλ. Αἰγ. σ. 245. 52.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
aguzadera o piedra de afilar cuya limadura mezclada con aceite se usaba en el tratamiento de alopecias, Paul.Aeg.7.3 (p.238).

Greek Monolingual

η (Μ ἐλαιακόνη)
ακόνη που για να χρησιμοποιηθεί αλείφεται με λάδι.