ἐνδρανής
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδρανής: ἐνεργός, δραστικός, «πρακτικὸς» (Σουΐδ.), ἀντίθ. τῷ ἀδρανής, Μαλ. 344, 14.
Spanish (DGE)
-ές
activo, hábil, eficaz dicho del emperador Teodosio, Io.Mal.Chron.13.344, de Arcadio, Io.Mal.Chron.13.348, βοηθός Sch.A.Eu.296, cf. Phot.ε 855, Gloss.2.298, medic. δραστικωτέρα καὶ ἐ. ... δύναμις Steph.in Hp.Aph.3.148.28.
Greek Monolingual
ἐνδρανής, -ές (AM)
δραστήριος, ενεργητικός.