activo
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Spanish > Greek
ἐνεργητικός, ἐνέργειος, ἐνδρανής, ἐνεργός, ἀλφηστήρ, δραστικός, δραστικώδης, δραστηριώδης, δραστήριος, ἔμπρακτος, δράστης, ἐθελουργός, ἐνεργέω, ἐνεργής, ἀσκητικός, αὐτουργός, δρηστήρ