activo
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
Spanish > Greek
ἐνεργητικός, ἐνέργειος, ἐνδρανής, ἐνεργός, ἀλφηστήρ, δραστικός, δραστικώδης, δραστηριώδης, δραστήριος, ἔμπρακτος, δράστης, ἐθελουργός, ἐνεργέω, ἐνεργής, ἀσκητικός, αὐτουργός, δρηστήρ