ἐξαμαύρωσις

Revision as of 07:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, disappearing, μετάλλων Plu.2.434a (pl.).

German (Pape)

[Seite 867] ἡ, die gänzliche Schwächung, das Aufhören, μετάλλων Plut. def. or. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμαύρωσις: -εως, ἔκλειψις, ἐντελὴς ἐξαφάνισις πράγματός τινος, καὶ μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις γεγονέναι καινὰς Πλούτ. 434Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
obscurcissement ; disparition.
Étymologie: ἐξ, ἀμαυρόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ desaparición τῶν μετάλλων Plu.2.434a.

Greek Monolingual

ἐξαμαύρωσις, η (Α) εξαμαυρῶ
πλήρης εξαφάνιση, πλήρης ἔλλειψη
(«μετάλλων ἴσμεν ἐξαμαυρώσεις», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰμαύρωσις: εως ἡ pl. исчезновение, истощение (sc. τῶν μετάλλων Plut.).