εξαφάνιση

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξαφάνισις) εξαφανίζω
1. έκλειψη, απώλεια
2. καταστροφή3. απόκρυψη πράγματος.