εξαφάνιση

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξαφάνισις) εξαφανίζω
1. έκλειψη, απώλεια
2. καταστροφή3. απόκρυψη πράγματος.