οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
η (AM ἐξαφάνισις) εξαφανίζω1. έκλειψη, απώλεια2. καταστροφή3. απόκρυψη πράγματος.