ἔρεγμα
English (LSJ)
ατος, τό, bruised corn, Thphr.CP4.12.12 (pl.); φακῶν ἐρέγματα Erot.
German (Pape)
[Seite 1023] τό (ἐρείκω), im plur., Theophr., geschrotene Hülfenfrüchte.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρεγμα: τό, (ἐρείκω), = ἔριγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.
Greek Monolingual
ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α)
τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το -ε- (αντί -ει-, έρειγμα)].