ἀνδρισμός
English (LSJ)
ὁ, = ἀνδρεία, Poll.3.120.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρισμός: ὁ, = ἀνδρεία, Πολυδ. Γ΄, 120: οὕτως, ἄνδρισμα, ατος, τό, ἔργον ἀνδρικόν, ἔργον γενναῖον, Μάξ. Τύρ. 38. 4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 valor Poll.3.120.
2 impuesto personal efectuado solamente sobre los varones ἀπὸ ... ἀνδρισμοῦ πέμπτης ἰνδικτίωνος SB 5948 (biz.), cf. PRyl.658.8 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀνδρισμός)
ανδρεία
νεοελλ.
ανδρικό φρόνημα, γενναιοψυχία.