ἀνελέγχω
English (LSJ)
convince, convict utterly, E.Ion1470.
German (Pape)
[Seite 221] von neuem erforschen, Eur. Ion. 1470.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελέγχω: μέλλ. -έγξω, ἐξελέγχω, παθ. ἐξελέγχομαι, φανερώνομαι ὡς πράξας ἄτοπόν τι, οἷον οἷον ἀνελέγχομαι Εὐρ. Ἴων. 1470.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἀνελέγχω (Α)
1. εξετάζω, εξελέγχω
2. αποκαλύπτω κάποιο σφάλμα, αποδεικνύω ότι έγινε κάτι άτοπο.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἀνελέγχω: вновь уличать, обвинять Eur.