ἀνορμίζω

Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

take [ships] from their moorings, ἐς τὸ πέλαγος τὰς ναῦς D.C.48.48:—Med., put to sea, Id.42.7:—Pass., anchor above, ὑπὲρ τόπον Id.71.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορμίζω: μέλλ. -ίσω, ἐξάγω ἐκ τοῦ ὅρμου τὰ πλοῖα, ἐς τὸ πέλαγος εὐθὺς τὰς ναῦς ἀνώρμισε Δίων Κ. 48. 48: ― Μέσ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος, ὁ αὐτ. 42. 7.

Spanish (DGE)

1 soltar amarras, hacer partir ἐς τὸ πέλαγος ... τᾶς ναῦς D.C.48.48.2
en v. med. abs. hacerse a la mar οὐκ ἐθάρσησεν εὐθὺς εἰς τὴν γῆν ἐκβῆναι, ἀλλ' ἀνορμισάμενος ἀνεῖχε D.C.42.7.2.
2 anclar más arriba en v. pas. νῆες ... ἄνω τοῦ ῥεύματος D.C.71.2.3.

Greek Monolingual

ἀνορμίζω (Α)
1. παίρνω, βγάζω τα πλοία από το αγκυροβόλιο στο ανοιχτό πέλαγος
2. μέσ. βγαίνω στο πέλαγος.