ἀντεπιστρέφω

Revision as of 10:16, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

turn against, retort, Plu.2.81oe; turn round and back, of a needle, Gal.10.418.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen hinwenden, einen Witz u. dgl. gegen den, der ihn gemacht hat, zurückgeben, Plut. reip. ger. praec. 15 (p. 167).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιστρέφω: ἐπιστρέφω ὀπίσω, ἐπὶ λοιδοριῶν, Πλούτ. 2. 810Ε.

Spanish (DGE)

1 volverse contra αἱ δ' ἀντεπιστρέφουσαι (sc. ἀπαντήσεις) las (réplicas) que se vuelven contra (el orador), Plu.2.810e.
2 tr. hacer volver τὴν βελόνην ἔξωθεν εἴσω Gal.10.418.

Greek Monolingual

ἀντεπιστρέφω)
νεοελλ.
επιστρέφω πάλι κάτι που μου επέστρεψαν
αρχ.
1. στρέφω κάτι εναντίον κάποιου
2. στριφογυρίζω (για την κίνηση της βελόνας).

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιστρέφω: поворачивать в обратную сторону Plut.