ἀνύπηνος
English (LSJ)
[ῠ], ον, beardless, Eust.1353.47, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύπηνος: -ον, ἀγένειος, Εὐστ. 1353. 47
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀνύπᾱνος Alcm.10(b).18
imberbe de los jóvenes espartanos, Alcm.l.c., Eust.1353.48, Hsch.
Greek Monolingual
ἀνύπηνος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει γένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπήνη «γενειάδα»].