υπήνη
Greek Monolingual
η / ὑπήνη, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο του ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι
αρχ.
1. το μέρος του προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν», Αριστοτ.)
2. τα γένεια, η γενειάδα («τήν ὑπήνην ἄκουρον τρέφειν», Αριστοτ.)
3. ο ουρανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ὑπ-ήνη (για το επίθημα πρβλ. και τις επίσης αβέβαιης ετυμολ. λ. ἀπ-ήνη, γλ-ήνη, σαγ-ήνη) είναι πιθ. δάνεια λ., η οποία συνδέθηκε παρετυμολογικώς με την πρόθεση ὑπό. Οι συνδέσεις της λ. με ένα αμάρτυρο προσηγορικό ἦνος / ἆνος με σημ. «πρόσωπο», το οποίο απαντά πιθ. ως β' συνθετικό στα επίθ. ἀπηνής, πρηνής, προσηνής, σαφηνής (βλ. λ. πρηνής) ή με το ρωσ. us «μουστάκι» δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, παρλλ. προς τον τ. ὑπήνη χρησιμοποιούνται στην Ελληνική οι τ. μύσταξ, γένειον και πώγων, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημασιολογικές διαφορές μεταξύ τους].