ἀπειροσύνη
English (LSJ)
ἡ, = ἀπειρία (A), E.Hipp.196, Med.1094, Cleanth.1.33.
German (Pape)
[Seite 285] ἡ, Unerfahrenheit, Unkunde, Eur. Hipp. 193 Med. 1093 Cleanth. h. 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειροσύνη: ἡ, = ἀπειρία, Εὐρ. Ἱππ. 196, Μήδ. 1094.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
inexperiencia, desconocimiento, ἄλλου βιότου E.Hipp.195, cf. Med.1094, Cleanth.Fr.Poet.1.33.
Greek Monolingual
ἀπειροσύνη, η (Α)
απειρία, άγνοια.
Greek Monotonic
ἀπειροσύνη: ἡ, = ἀπειρία, έλλειψη εμπειρίας, απειρία, σε Ευρ.
Middle Liddell
= ἀπερία]
inexperience, Eur.