απειρία
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
Greek Monolingual
(I)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]](Ι)]
έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα.
(II)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]] (II)]
το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί
αρχ.
1. αιωνιότητα
2. άπειρο διάστημα.