ἀποβρίζω
English (LSJ)
go off to sleep, go sound asleep, Od.9.151: aor. imper. ἀπόβριξον Theoc.Ep.19; ὕπνον ἀ. Call.Epigr. 18; βαιὸν ἀποβρίξαντες Q.S.5.661.
German (Pape)
[Seite 298] (s. βρίζω), ausschlafen, Od. 9, 151. 12, 7; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 512; ὕπνον Callim. 56 (VII, 456).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβρίζω: μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν ὕπνον, ἔνθα δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· ὕπνον ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· μετὰ βορὰν ἀπονυστάξαντες».
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
only aor. part. ἀποβρίξαντες: sleep soundly, Od. 9.151 and Od. 12.7.
Spanish (DGE)
dormir, ἔνθα δ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Od.9.151, 12.7, κἢν θέλῃς ἀπόβριξον Theoc.Ep.19.4
•c. ac. int. ὕπνον Call.Epigr.16.3, Opp.C.3.512, c. ac. adv. βαιόν Q.S.5.661.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀποβρίζω: μέλ. -ξω, αποκοιμιέμαι, πέφτω σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.