εὐκαρπία

Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, fruitfulness, IG12.76.45, Arist.Fr.252, Thphr. CP2.1.2; cf. εὐκάρπεια.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Reichthum an Früchten, Fruchtbarkeit, Theophr. u. Folgde. S. ε ὐκάρπεια.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρποῦ, καρποφορία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 240, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2: - εὐκάρπεια, ἐν Εὐρ. Τρῳ. 217, κατὰ τὸν Burges.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκαρπία) εύκαρπος
η παραγωγή άφθονων καρπών, η ευφορία («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)
αρχ.
καλή σοδειά.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαρπία: ἡ Arst., Plut. = εὐκάρπεια.