εύκαρπος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφόρος, γόνιμος («εὐκάρπου χθονός», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για γυναίκα) αυτή που γεννά πολλά παιδιά, η πολύτοκη
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, καρποφόρο
3. ως επίθ. της Αφροδίτης, του Διονύσου, της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρπός].