τραχηλοκοπέω
English (LSJ)
cut the throat, behead, Plu. 2.308d:—Pass., Arr.Epict.1.1.18, 1.2.16, etc.; σώματα τετραχηλοκοπημένα Lyr.Adesp. in PFay. 2 iii 24.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλοκοπέω: τὸν τράχηλον ἀποκόπτω, ἀποτέμνω, καρατομῶ, ἀποκεφαλίζω, Πλούτ. 2. 308D.- Παθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18., 2, 16, κλπ.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
τρᾰχηλοκοπέω: рубить шею, обезглавливать Plut.