τριστάσιος

Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ον:—τ. κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον ὁ μαργαρίτης worth thrice ils weight in gold, Arr.Ind.8.13.

Greek (Liddell-Scott)

τριστάσιος: [ᾰ], -ον· -τρ. πρὸς χρυσίον, ἀξίζων τρὶς τόσον ὅσον εἶναι τὸ βάρος αὐτοῦ εἰς χρυσόν, Ἀρρ. Ἰνδικ. 8. 13.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τριπλάσια τιμή, τριπλάσια αξία σε σύγκριση με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα-στάσιος].