ἀποτριβή
English (LSJ)
ἡ, rubbing away, wearing out, depreciation, τῶν σκευῶν D.50.28; damage, ὥστε μηδεμίαν ἀ. τῷ δημοσίῳ συμβῆναι, = ne quid detrimenti res publica caperet, D.C.37.31.
German (Pape)
[Seite 332] ἡ, das Abreiben, Abnutzen, σκευῶν Dem. 50, 28; καὶ περιολίσθησις γεωδῶν Plut. Cam. 26; detrimentum, Dio Cass. 37, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρῐβή: ἡ, τὸ ἀποτρίβεσθαι, ἡ ἐκ πολλῆς χρήσεως γινομένη ἀποτριβὴ πράγματος ἢ σκεύους τινός, κοινῶς «φάγωμα» ὡς τὸ Λατ. trimentum, περὶ δ’ ἀποτριβῆς τῶν σκευῶν Δημ. 1215. 22: βλάβη, Δίων Κ. 37. 31.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 uso, desgaste, deterioro τῶν σκευῶν D.50.28, πόας Plu.2.325b.
2 daño ὥστε μηδεμίαν ἀποτριβὴν τῷ δημοσίῳ συμβῆναι D.C.37.31.2.
Greek Monolingual
η (Α ἀποτριβή)
η φθορά ενός πράγματος εξαιτίας της συνεχούς χρήσης
αρχ.
βλάβη, ζημιά.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτρῐβή: ἡ изнашивание, износ (τῶν σκευῶν Dem.).