ἀρσενόθυμος
English (LSJ)
ον, man-minded, Procl.H.7.3, Nonn.D.34.352.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενόθῡμος: -ον, ὁ ἀνδρικὴν ψυχὴν ἢ διάθεσιν ἔχων, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Παλλάδ. 3, Δ. 34. 552.
Spanish (DGE)
-ον
de mente o corazón viril ref. a Atenea, Procl.H.7.3, ἀνάγκη Nonn.D.34.352.
Greek Monolingual
ἀρσενόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)].