ἀρχεσίμολπος

Revision as of 10:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ῐ], ον, beginning the strain, Μοῦσα Stesich.77.

German (Pape)

[Seite 365] μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεσίμολπος: -ον, ἐπὶ Μούσης, ἡ ἀρχομένη τῆς μολπῆς, «καλεῖ Στησίχορος μὲν τὴν Μοῦσαν ἀρχεσίμολπον, Πίνδαρος δ’ ἀγησίχορα τὰ προοίμια» Ἀθήν. 180Ε (Στησίχ. 75).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que da comienzo al canto Μοῦσα Stesich.73.

Greek Monolingual

ἀρχεσίμολπος, -ον (Α)
(για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι- (< αρχε-, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί-μβροτος, αλγεσί-θυμος, αλφεσί-βοιος κ.ά.) + -μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»].