ἡμίβρωτος

Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, half-eaten, X.An.1.9.26, Axionic.8.2, Nic.Th.919, etc.

German (Pape)

[Seite 1167] dasselbe; Xen. An. 1, 9, 26; Axion. Ath. III, 95 a; Nic. Th. 919 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίβρωτος: κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρωμένος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 26, Ἀξιόνικ. Χαλκ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié mangé.
Étymologie: ἡμι-, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

ἡμίβρωτος, -ον (Α)
φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βρωτός (< βιβρώ-κω), πρβλ. ορνεόβρωτος, φθειρόβρωτος].

Greek Monotonic

ἡμίβρωτος: μισοφαγωμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίβρωτος: наполовину съеденный (χήν Xen.).

Middle Liddell

half-eaten, Xen.