Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορνεόβρωτος

From LSJ

Greek Monolingual

ὀρνεόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βρωτός (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριόβρωτος].