ἡμιπληγία

Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, paralysis, Paul.Aeg.3.16.

Greek Monolingual

η (AM ἡμιπληγία)
ιατρ. απώλεια της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. hemiplegie και hemiplexie). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].