ημιπληγής
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
ἡμιπληγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πληγεί κατά το ήμισυ ο μισοχτυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + -πληγής (< πληγή), πρβλ. απληγής, εμπληγής].