ἱππαρχέω

Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

to be ἵππαρχος, command cavalry, c. gen., τῆς ἵππου Hdt.9.20, 69; ἱππαρχηκὼς ἀνδρῶν καλῶν κἀγαθῶν Din.3.12; ἱππέων D.21.164: abs., X.Ages.2.4, Lys.26.20, D.21.172; οἱ ἱππαρχηκότες Hyp.Lyc. 17; of the Roman magister equitum and praefectus equitum, D.C.43.48, App.BC5.8:—Pass., serve under an ἵππαρχος, Arist.Pol.1277b10.

German (Pape)

[Seite 1257] ein Reiterbefehlshaber sein, Her. 9, 20. 60; ἱππαρχηκώς Din. 3, 12; τῶν ἱππέων Dem. 21, 164. Das pass., unter den Hipparchen stehen, hat Arist. pol. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρχέω: εἶμαι ἵππαρχος, διευθύνω τὸ ἱππικόν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 20, 69, Δείναρχ. 109. 37· τῶν ἱππέων Δημ. 570. 12· ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 2. 4, Λυσ. 177. 14· ἱππάρχηκα Δημ. 570. 12· οἱ ἱππαρχηκότες Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 14. - Παθ., ὑπηρετῶ ὑπὸ ἵππαρχον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être commandant de cavalerie.
Étymologie: ἵππαρχος.

Greek Monotonic

ἱππαρχέω: μέλ. -ήσω (ἵππαρχος), διοικώ, διευθύνω το ιππικό· με γεν., σε Ηρόδ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαρχέω: (тж. ἱ. τῆς ἵππου Her. и ἱ. τῶν ἱππέων Dem.) командовать конницей, быть гиппархом Xen., Lys., Plut.; pass. служить под командованием гиппарха: δεῖ ἱππαρχεῖν ἱππαρχηθέντα μαθεῖν Arst. воин-всадник должен обучаться, командуя (сам) конницей.

Middle Liddell

ἱππαρχέω, fut. -ήσω ἵππαρχος
to command the cavalry, c. gen., Hdt., Dem. [from ἵππαρχος