ὀρθολογία

Revision as of 10:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, correctness of language, Pl.Sph.239b.

German (Pape)

[Seite 375] ἡ, das richtige Reden, Plat. Soph. 239 b, περί τι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθολογία: ἡ, ὀρθότης λόγου, Πλάτ. Σοφιστ. 239Β.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθολογία)
το να εκφράζεται κάποιος σωστά, ορθοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -λογία].

Russian (Dvoretsky)

ὀρθολογία:правильность речи, правильный язык Plat.