ὁδηγητικός

Revision as of 11:01, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, fitted for guiding, Suid., Eust. 1441.12.

German (Pape)

[Seite 292] anleitend, belehrend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ὅπως ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁδηγητικός, -ή, -όν) οδηγώ
ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.).