ὁμόνεκρος

Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, companion in death, Luc.DMort. 2.1. See also: συμπαρανεκρώμενος.

German (Pape)

[Seite 338] mit todt, Luc. Mort. D. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνεκρος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων νεκρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 2. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de mort.
Étymologie: ὁμός, νεκρός.

Greek Monolingual

ὁμόνεκρος, -ον (Α) αυτός που πέθανε μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νεκρός.

Greek Monotonic

ὁμόνεκρος: -ον, σύντροφος στο θάνατο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόνεκρος: вместе умерший Luc.

Middle Liddell

ὁμό-νεκρος, ον,
companion in death, Luc.