ὁμόνεκρος

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόνεκρος Medium diacritics: ὁμόνεκρος Low diacritics: ομόνεκρος Capitals: ΟΜΟΝΕΚΡΟΣ
Transliteration A: homónekros Transliteration B: homonekros Transliteration C: omonekros Beta Code: o(mo/nekros

English (LSJ)

ὁμόνεκρον, companion in death, τί δ' ὑμᾶς δεινὸν ἐργάζεται ὁμόνεκρος ὥν; = what harm can he do you if he, like you, is dead? Luc.DMort. 2.1. See also: συμπαρανεκρώμενος.

German (Pape)

[Seite 338] mit todt, Luc. Mort. D. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de mort.
Étymologie: ὁμός, νεκρός.

Spanish

compañero de muerte; τί δ' ὑμᾶς δεινὸν ἐργάζεται ὁμόνεκρος ὥν; = ¿decidme en qué os perjudica, pues está muerto como vosotros? Luciano de Samósata, Diálogos de los muertos 2, 1.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόνεκρος: вместе умерший Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνεκρος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων νεκρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 2. 1.

Greek Monolingual

ὁμόνεκρος, -ον (Α) αυτός που πέθανε μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νεκρός.

Greek Monotonic

ὁμόνεκρος: -ον, σύντροφος στο θάνατο, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὁμό-νεκρος, ον,
companion in death, Luc.