ὑφόρμισις

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, harbour, anchorage, AP7.699.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.

Greek Monotonic

ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφόρμισις: εως ἡ якорная стоянка, пристань Anth.