ὠνητικός

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, inclined to buy: Adv. -κῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.