ὠνητικός

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητικός Medium diacritics: ὠνητικός Low diacritics: ωνητικός Capitals: ΩΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōnētikós Transliteration B: ōnētikos Transliteration C: onitikos Beta Code: w)nhtiko/s

English (LSJ)

ὠνητική, ὠνητικόν, inclined to buy: Adv. ὠνητικῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.

German (Pape)

zum Kaufen gehörig, geneigt, Philo.