ῥαιβηδόν

Revision as of 11:11, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv., (ῥαιβός) as if crooked, Euph.20.

German (Pape)

[Seite 832] wie krumm, E. M. 701, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβηδόν: Ἐπίρρ., (ῥαιβὸς) διεστραμμένως, πλαγίως, Ἐτυμ. Μέγ. 701. 12.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. όπως ο ραιβός, με τον τρόπο του ραιβού, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιδός «καμπύλος, κυρτός» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. δαθμ-ηδόν)].