ἐρασίμολπος
English (LSJ)
[ῐ], ον, delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.
German (Pape)
[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.
English (Slater)
Greek Monolingual
ἐρασίμολπος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰσίμολπος: песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.