παράκοπος

Revision as of 10:20, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

ον, metaph., A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.); π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2; π.διὰ μέθην Sor. 1.39: c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77. II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.

German (Pape)

[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.

Greek (Liddell-Scott)

παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'esprit frappé, fou.
Étymologie: παρακόπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α παρακόπτω
1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος
2. μτφ. παράφρονας, τρελός.

Greek Monotonic

παράκοπος: -ον (παρακόπτω II), παράφρων, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.· επίσης, παράκοπος φρενῶν, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκοπος -ον [παρακόπτω] waanzinnig; met gen.. παράκοποι φρενῶν geestelijk gestoorden ( lett. van hun verstand beroofd) Eur. Ba. 33.

Russian (Dvoretsky)

παράκοπος: (тж. π. φρενῶν Eur.) помешанный, обезумевший: λύσσῃ π. Arph. охваченный бешенством.

Middle Liddell

παράκοπος, ον, παρακόπτω II]
frenzied, frantic, Aesch.; also, παράκοπος φρενῶν Eur.