λιμνόστρεον

Revision as of 10:50, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

τό, edible oyster, which was kept in ponds by the sea (λίμναι), Arist.HA528a23, 547b11, GA763a30.

German (Pape)

[Seite 48] τό, die Auster, welche in eigenen Teichen am Meeresstrande gehalten wurde, Arist. H. A. 4, 4; vgl. Strab. III, 145; im plur. auch die Austerbänke, Arist. gen. an. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνόστρεον: τό, τὸ ἐδώδιμον ὄστρεον, τὸ ὁποῖον ἐτηρεῖτο καὶ ἐπολλαπλασιάζετο ἐντὸς λιμνοθαλασσῶν παρὰ τὴν θάλασσαν (λίμναι, Λατ. aestuaria, lacustria), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 14, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 31.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
huître comestible, poisson.
Étymologie: λίμνη, ὄστρεον.

Greek Monolingual

λιμνόστρεον, τὸ (Α)
εδώδιμο στρείδι που ζει μέσα σε λιμνοθάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + ὄστρεον «όστρακο»].

Russian (Dvoretsky)

λιμνόστρεον: τό парковая (съедобная) устрица Arst.