θάλψις
English (LSJ)
εως, ἡ, ( θάλπω) A warming, fomenting, Hp.Acut.21, S.E. M.7.354, Ruf.Sat.Gon.47. 2 opp. ψῦξις, of seasons, Hp.Aph. 3.1; heat, heating property, Gal.18(1).228. II cherishing, PLond. 5.1727.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1185] ἡ, das Wärmen, die Erwärmung, S. Emp. adv. math. 7, 354 u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
θάλψις: -εως, ἡ, (θάλπω) θέρμανσις, Ἱππ. Ὀξ. 387· -ἀλλά, ἀντίθ. ψῦξις, ἐπὶ ὡρῶν τοῦ ἔτους, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1246.
Greek Monolingual
θάλψις, ή (AM) θάλπω
1. θέρμανση, ζέσταμα
2. στοργή, παρηγοριά
αρχ.
(για τις εποχές του έτους) υψηλή θερμοκρασία, καύσωνας.
Russian (Dvoretsky)
θάλψις: εως ἡ нагревание, тепло или ожог (ἡ ἀπὸ πυρός Sext.).