συγκειμένως

Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

Adv. continuously, without interval, Eust.1634.54.

German (Pape)

[Seite 967] der Verabredung gemäß.

Greek (Liddell-Scott)

συγκειμένως: Ἐπιρρ., συνεχῶς, ἄνευ διαλείμματος, Εὐστ. 1634. 54.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].