συμπένθερος
Greek (Liddell-Scott)
συμπένθερος: ἢ συμπενθερός, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἐν σχέσει πρὸς τὸν πατέρα τῆς συζύγου, οὕτως ὁ πατὴρ τοῦ ἀνδρός καὶ ὁ πατὴρ τῆς γυναικὸς εἶναι συμπένθεροι πρὸς ἀλλήλους, Κ. Πορφυρ. περὶ Θεμάτ. 20, 16, Τὰ Μετὰ Θεοφάν. 372, 16. κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 173.
Greek Monolingual
και συμπενθερός, ὁ, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ
βλ. συμπέθερος.