-έω, ΜΑεπικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλοαρχ.αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῖν καὶ συνεπικουρεῖν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].