σύλλεξις

Revision as of 20:15, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, contribution, Antiph.210, cf. Poll.6.179.

German (Pape)

[Seite 975] ἡ, das Zusammenlesen, -bringen, Versammeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεξις: -εως, ἡ, συνεισφορά, ἔρανος, Ἀντιφάνης ἐν «Τυρρηνῷ» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 179.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α συλλέγω
1. συλλογή, συγκέντρωση
2. έρανος, συνεισφορά.