ληστήρ

Revision as of 09:00, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

λῃστήρ και ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α)
1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ' ἀλόωνται», Ομ. Οδ.)
2. πειρατικός («λῄστειρα ναῦς», Αιλιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τήρ < ληΐς, άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τήρ].